- κεραλοιφή
- ηαλοιφή από κερί: Έβαλε πάνω στο κάψιμο κεραλοιφή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κήρωμα — και κέρωμα, το (ΑΜ κήρωμα) [κηρώ] η επικάλυψη, η επάλειψη ενός αντικειμένου με κερί μσν. αρχ. τόπος κοντά στην παλαίστρα όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με ύλη που περιείχε κερί μσν. μτφ. παλαίστρα αρχ. 1. το επικάλυμμα από κερί 2. πράγμα… … Dictionary of Greek
κηραλοιφή — και κεραλοιφή, η (φαρμ.) φάρμακο εξωτερικής χρήσης, μαλακής σύστασης, με βάση κερί και λάδι στα οποία προστίθενται υγρές ή στερεές ουσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + αλοιφή (< αλείφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού… … Dictionary of Greek
κηρωματιστής — κηρωματιστής, ὁ (Α) αυτός που άλειφε με κήρωμα, με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρωμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. *κηρωματ ίζω] … Dictionary of Greek
κηρωτοειδής — κηρωτοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κεραλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek